- θρεκτικός
- θρεκ-τικός, ή, όν, ([etym.] τρέχω)A able to run, [dialect] Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: [comp] Sup.
-ώτατος Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ώτατος Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρεκτικός — θρεκτικός, ή, όν (Α) [θρεκτός] ταχύς, ικανός για τρέξιμο … Dictionary of Greek
θρεκτικός — able to run masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεκτικώτατος — θρεκτικός able to run masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)